- τλημόνως
- Αεπίρρ. βλ. τλήμων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τλημόνως — τλήμων patient adverbial τλημόνως indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλήμων — και δωρ. τ. τλάμων, ον, Α 1. αυτός που υποφέρει, που πάσχει 2. συνεκδ. υπομονητικός, καρτερόψυχος («οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις τλάμονι ψυχᾷ παρέμεινε», Πίνδ.) 3. τολμηρός, θαρραλέος («ὧδέ τε θαρσαλέοι και τλήμονες», Ομ. Ιλ.) 4. (με κακή σημ.)… … Dictionary of Greek